ἄτρυφος
Look at other dictionaries:
άτρυφος — ἄτρυφος, ον (Α) 1. αυτός που δεν θρυμματίζεται 2. ατρύφερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυφή < (θ.) *θρυφ του θρύπτω («θραύω, συντρίβω, εξασθενώ»), με ανομοίωση δασέων] … Dictionary of Greek
ἄτρυφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτρυφον — ἄτρυφος masc/fem acc sg ἄτρυφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρύφου — ἄτρυφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)